- σκολιόγραπτος
- -ον, Ασημειωμένος, χαραγμένος με στραβές γραμμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «κυρτός, στραβός» + γραπτός (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιόγραπτα — σκολιόγραπτος marked with oblique lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)